φιλοκαθεδρώ

φιλοκαθεδρώ
-έω, Α
επιδιώκω επίμονα την κατάληψη επισκοπικής έδρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + καθέδρα «έδρα επισκοπικής αρχής», κατά τα συνηρ. σε -έω, -].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλοκαθεδρία — ἡ, ΜΑ [φιλοκαθεδρῶ] μεγάλη επιθυμία για την κατάληψη επισκοπικού αξιώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”